- ξαραχνιάζω
- ξαραχνιάζω, ξαράχνιασα, ξαραχνιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] … Dictionary of Greek
ξαραχνιάζω — ξαράχνιασα, ξαραχνιάστηκα, ξαραχνιασμένος, καθαρίζω τόπο από τους ιστούς που δημιούργησαν οι αράχνες, αλλ. ξεραχνιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξαράχνιασμα — το [ξαραχνιάζω] καθαρισμός από τις αράχνες … Dictionary of Greek
ξεραχνιάζω — βλ. ξαραχνιάζω … Dictionary of Greek